- αγαμένως
- ἀγαμένως επίρρ. (Α)με θαυμασμό ή με σεβασμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάμενος, μτχ. του ρ. ἄγαμαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγαμένως — ἄγαμαι wonder pres part mp masc acc pl (doric) ἀγᾱμένως , ἀγάομαι admiring pres part mp masc acc pl (epic doric aeolic) ἀγᾱμένως , ἀγάω pres part mp masc acc pl (doric) ἀγᾱμένως , ἀγάζω exalt overmuch fut part mid masc acc pl (doric) ἀγαμένως… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγαμαι — ἄγαμαι (Α) 1. θαυμάζω, εκπλήττομαι, απορώ 2. ευφραίνομαι, βρίσκω ευχαρίστηση σ’ ένα πρόσωπο ή σ’ ένα πράγμα 3. ζηλεύω, φθονώ, οργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ίδια ρίζα με το ἀγα . ΠΑΡ. ἀγαμένως, ἀγαστός, ἄγη, ἀγητός, ἀγαίομαι, ἀγάζομαι] … Dictionary of Greek